μονόχρους

μονόχρους
ους , ουν , μονόχρώματος, η , ο см. μονόχρωμος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μονόχρους" в других словарях:

  • μονόχρους — μονόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, ο μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρους (< χρόος < χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, πολύ χρους] …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονόχροιος — μονόχροιος, ον (Α) μονόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χροιος (< χροιά), πρβλ. ιδιό χροιος, λευκό χροιος] …   Dictionary of Greek

  • μονόχρως — μονόχρως, ων (Α) μονόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρως (< χρώς, χρωτός («χρώμα»), πρβλ. λευκό χρως, πολύ χρως] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»